- ταναϊδώδη
- τα, Νζωολ. τάξη μαλακόστρακων καρκινοειδών που περιλαμβάνει 500 περίπου μικροσκοπικά σκαπτικά είδη με πεπλατυσμένο, νωτοκοιλιακά, σώμα, που χαρακτηρίζεται από τη σύντηξη τού κεφαλιού με τα δύο πρώτα θωρακικά μεταμερή.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tanaidaceae < αρχ. Τάναϊς, -άϊδος, ονομ. ποταμού].
Dictionary of Greek. 2013.